- Λατίνος
- ο1. ο κάτοικος του αρχαίου Λατίου, ο Ρωμαίος.2. ο Φράγκος της μεσαιωνικής Ευρώπης: Οι Λατίνοι σταυροφόροι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Λατῖνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατίνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Λατίου. Βλ. λ. Λατίνοι. 2. Γιος του Οδυσσέα και της Κίρκης. * * * η, ο (AM λατῑνος, ίνη, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λάτιο (α. «λατίνη διάλεκτος» β. «λατῑναι ἑορταί», Διον. Αλ.) 2. (το αρσ … Dictionary of Greek
Πόστουμος, Μάρκος Κασσάνιος Λατίνος — (Postumus, 3ος αι.). Ρωμαίος στρατηγός και σφετεριστής του θρόνου, ένας από τους Τριάντα τυράννους. Επιφορτισμένος από τον Γαλλιηνό να υπερασπίσει τον Ρήνο, σκότωσε τον γιο του Γαλλιηνού, Σαλονίνο και ανακηρύχθηκε Ρωμαίος αυτοκράτορας των Γαλατών … Dictionary of Greek
Ναίβιος, Γναίος — Λατίνος ποιητής. Βλ. λ. Νέβιος, Γναίος … Dictionary of Greek
Πρισκιανός — Λατίνος γραμματικός του 6ου αι. Καταγόταν από την Καισάρεια της Λιβύης και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αναστασίου. Έγραψε 18 βιβλία με μελέτες γύρω από τη Γραμματική, τα οποία αποτελούν το τελειότερο σύγγραμμα της αρχαιότητας σχετικά με το… … Dictionary of Greek
Σολίνος Γάιος Ιούλιος — Λατίνος συγγραφέας, που έζησε τον 3o αι. μ.Χ. Σώζεται έργο του με τον τίτλο Συλλογή αξιομνημόνευτων, που είναι ουσιαστικά μια επιτομή της Φυσικής Ιστορίας του Πλίνιου … Dictionary of Greek
Σύρος Ποπλίλιος — Λατίνος συγγραφέας μίμων, γνωστός και με το όνομα Λόχιος. Ήταν Σύρος στην καταγωγή, απελεύθερος και μεγάλης μόρφωσης. Οι μίμοι του είχαν μεγάλη σκηνική επιτυχία στη Ρώμη. Έγραψε επίσης και γνωμικά (Sententiae) σε ιαμβικό τρίμετρο … Dictionary of Greek
Λατῖνοι — Λατῖνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λατῖνον — Λατῖνος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λατίνων — Λατί̱νων , Λατῖνος masc gen pl Λατινος feriae Latinae fem gen pl Λατινος feriae Latinae masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)